- χουφτώνω
- χουφτώνω και φουχτώνω αρπάζω με τη χούφτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουφτώνω — χουφτώνω, χούφτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χουφτώνω — και φουχτώνω Ν [χούφτα / φούχτα] 1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά 2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε») 3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία … Dictionary of Greek
δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… … Dictionary of Greek
φουχτώνω — Ν βλ. χουφτώνω … Dictionary of Greek
χεριάζω — Ν [χέρι] χουφτώνω, αρπάζω με την παλάμη, αδράχνω … Dictionary of Greek
χουφτίζω — φουκτίζω, ΝΜ, και φουχτίζω Ν χουφτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χούφτα] … Dictionary of Greek
χουφτιάζω — και φουχτιάζω Ν [χούφτα / φούχτα] χουφτώνω … Dictionary of Greek
χουφτωσιά — και φουχτωσιά, η, Ν χούφτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χουφτωσ /φουχτωσ τού αορ. χούφτωσα / φούχτωσα τού χουφτώνω / φουχτώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. ριξ ιά)] … Dictionary of Greek
χούφτωμα — και φούχτωμα, το, Ν [χουφτώνω / φουχτώνω] 1. το να αρπάζει κανείς κάτι με την χούφτα 2. μτφ. βάναυση ερωτική χειρονομία … Dictionary of Greek
φουχτώνω — φούχτωσα, φουχτώθηκα, φουχτωμένος, και χουφτώνω χούφτωσα, χουφτώθηκα, χουφτωμένος, μτβ., αρπάζω κάτι με τη φούχτα, με την παλάμη, χεροβολιάζω: Φούχτωσε το σακουλάκι κι έφυγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)